Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ Sundance και βραβείο για το καλύτερο σκηνοθετικό ντεμπούτο από το National Board of Review.
«Ο στόχος μας ήταν να καταγράψουμε μια ακραία ανθρώπινη εμπειρία και όχι να δούμε τους στρατιώτες ως σύμβολα πατριωτικού καθήκοντος», μας είπε ο Τιμ Χέδερινγκτον σε συνέντευξή του. «Αυτό τον πόλεμο τον έχουν εκμεταλλευτεί αρκετά η άκρα δεξιά και η άκρα δεξιά», πρόσθεσε.
Η ιδέα πραγματοποιήθηκε όταν ο Σεμπάστιαν και ο Τιμ, δημοσιογράφος ο πρώτος και φωτογράφος ο δεύτερος για το «Vanity Fair», βρέθηκαν σε αποστολή στο Αφγανιστάν. Στην απομονωμένη πεδιάδα Korengal, οι δυο τους ενσωματώθηκαν σε μια διμοιρία και έμειναν εκεί για ένα χρόνο καταγράφοντας τις μάχες που έδινε η διμοιρία από το φυλάκιο (ονομάστηκε «Restrepo» προς τιμήν ενός σκοτωμένου μέλους της διμοιρίας) και την καθημερινότητα των στρατιωτών.
Παρεμβάσεις από το Στρατό δεν υπήρξαν. «Επειδή βρισκόμασταν μακριά από το γραφείο Τύπου, σχεδόν μας ξέχασαν. Μονάχα στο τέλος τους δώσαμε ένα αντίτυπο της ταινίας και εκείνοι είχαν 72 ώρες για να το δουν και να αποφανθούν αν έχουν ενστάσεις σχετικά με θέματα εθνικής ασφάλειας. Γενικά ήταν πολύ χαρούμενοι που μας είχαν εκεί, γιατί γνώριζαν ότι ο Τύπος ήταν πολύ αρνητικός μ’ αυτό τον πόλεμο. Όλοι άλλωστε ασχολούνταν με το Ιράκ κι όχι το Αφγανιστάν». Στην ερώτηση αν το ντοκιμαντέρ ωραιοποιεί και εξυμνεί το στρατό, αφού έχει δηλώσει και αλλού ότι η ταινία είναι απολιτική, ο Τιμ είναι κατηγορηματικά αντίθετος: «Έχω πει πως η ταινία είναι απολιτική, με την έννοια ότι δεν παίρνει πολιτική θέση. Κανείς δεν λέει ότι ο πόλεμος είναι κάτι καλό. Όμως για πρώτη φορά δείχνουμε τις τραυματικές εμπειρίες που αποκτούν οι στρατιώτες σ’ έναν τόσο σκληρό πόλεμο». Όσες πολεμικές ταινίες κι αν έχεις δει, τίποτα δεν σε προετοιμάζει γι’ αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου.
Και μετά το σοκ, η συζήτηση είναι ανοιχτή….